πορφύρει

πορφύρει
πορφύ̱ρει , πορφύρω
heaves
aor subj act 3rd sg (epic)
πορφύ̱ρει , πορφύρω
heaves
pres ind mp 2nd sg
πορφύ̱ρει , πορφύρω
heaves
pres ind act 3rd sg
πορφυρέω
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
πορφυρέω
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πορφυρέι — πορφυρέϊ , πορφυρεύς fisher for purple fish masc dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… …   Dictionary of Greek

  • πορφύρε' — πορφύρεα , πορφύρεος heaving neut nom/voc/acc pl πορφύρεε , πορφύρεος heaving masc voc sg πορφύρεαι , πορφύρεος heaving fem nom/voc pl πορφύ̱ρει , πορφύρω heaves aor subj act 3rd sg (epic) πορφύ̱ρει , πορφύρω heaves pres ind mp 2nd sg πορφύ̱ρει …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”